βόρειους

βόρειους
α, ο[εία, ον] 1. северный;

βόρειους πόλος (άνεμος) — северный полюс (ветер);

βόρειουςν σέλας — северное сияние;

βόρειουςν πλάτος — северная широта;

βόρειους Παγωμένος ωκεανός — Северный Ледовитый океан;

2. (ο )
1) см. βοριάς; 2) северянин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βόρειους" в других словарях:

  • βορείους — βόρειος from the quarter of the north wind masc acc pl βόρειος from the quarter of the north wind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • γιάνκης — (yankee). Προσωνύμιο που αποδίδεται σε όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ και ιδιαίτερα των βορειοανατολικών πολιτειών. Η καταγωγή της λέξης είναι άγνωστη, πιθανότατα όμως προέρχεται από το ολλανδικό janke (= νεαρός). Τον 18o αι. οι Άγγλοι ονόμαζαν… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πτεροκαρύα — (pterocarya). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των γιουγλανδιδών. Από τα γνωστά 8 είδη του, τα 6 είναι ιθαγενή της Ασίας. Είναι δένδρα φυλλοβόλα, με φύλλα σύνθετα, άνθη μόνοικα και καρπό σε σχήμα μικρού καρυδιού, τετράχωρο και μονόσπερμο. Τα… …   Dictionary of Greek

  • πυκνωτικός — ή, ό / πυκνωτικός, ή, όν, ΝΑ [πυκνῶ] ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος αρχ. (για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση …   Dictionary of Greek

  • ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …   Dictionary of Greek

  • Αγάθη — I (3ος αι. μ.Χ.).Χριστιανή μάρτυς που καταγόταν από τη Σικελία και μαρτύρησε στην Κατάνη (Σικελία). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της, είναι ελάχιστες. Κατά την παράδοση, η Α. ήταν μια όμορφη νέα από αρχοντική οικογένεια. Επειδή αρνήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Παρασκευή — Ονομασία 33 οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 230 μ., 56.836 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του Υμηττού σε απόσταση 10 χλμ. βορειοανατολικά των Αθηνών, σε πευκόφυτη περιοχή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»